Doc.gr
Δημοσιεύτηκε: Τετάρτη, 29 Ιανουαρίου 2014
Aναιμία
Aναιμία  
Η αναιμία είναι η διαταραχή του αίματος που ορίζεται σαν η παθολογική κατάσταση του οργανισμού κατά την οποία η συνολική μάζα των κυκλοφορούντων ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της αιμοσφαιρίνης του αίματος είναι μικρότερη από το φυσιολογικό. Δεν είναι νόσος, αλλά κατάσταση που υποδηλώνει νόσο και έχει χαρακτηριστικά ανάλογα με την αιτία που την προκαλεί. Εργαστηριακά αναγνωρίζεται από τον προσδιορισμό αιματολογικών δεικτών, όπως ο αιματοκρίτης, η συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης ερυθρών και ο αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων ανά κυβικό εκατοστό αίματος. Οι δείκτες αυτοί, στα υγιή ενήλικα άτομα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, παραμένουν σταθεροί μέσα σε συγκεκριμένα όρια που είναι ελαφρώς διαφορετικά για τους άντρες και για τις γυναίκες. Όταν υπάρχει αναιμία οι δείκτες παρουσιάζονται μειωμένοι, είτε σε σχέση με τις θεωρούμενες φυσιολογικές τιμές που ισχύουν για τον γενικό πληθυσμό, είτε σε σχέση με προηγούμενες φυσιολογικές μετρήσεις που έχουν γίνει για κάθε άτομο ξεχωριστά. Η αξιολόγηση κατ΄ άτομο, θεωρείται πιο σωστή.  

Αίτια | Που οφείλεται

Τα αίτια της αναιμίας είναι πολλά  και μπορεί να είναι πρωτοπαθή, δευτεροπαθή ή κληρονομικά. Γενικότερα, θα μπορούσαμε να να τα συνοψίσουμε σε δύο βασικές κατηγορίες:
1) Σ’αυτά που ευθύνονται για την μειωμένη ή ελαττωματική παραγωγή ερυθροκυττάρων.
2) Σ’αυτά που ευθύνονται για την αυξημένη καταστροφή ή απώλεια ερυθροκυττάρων.

Στην πρώτη περίπτωση η μειωμένη ή ελαττωματική παραγωγή ερυθροκυττάρων μπορεί να οφείλεται σε:                     
α) Ανεπάρκεια σιδήρου στον οργανισμό ή αδυναμία αποδοτικής χρησιμοποίησης του για τη δημιουργία αιμοσφαιρίνης, που είναι το βασικό συστατικό των ερυθροκυττάρων,                     
β) Έλλειψη βασικών βιταμινών, όπως η Β12 και Β9 (φυλλικό οξύ), σημαντικών για την αναπαραγωγή και το σχηματισμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων, αλλά και των άλλων κυττάρων του αίματος στον οργανισμό,                     
γ) Κληρονομικούς παράγοντες όπως συμβαίνει στις θαλασσαιμίες, στην δρεπανοκυτταρική νόσο κ.λ.π.                   
δ) Οξέα και χρόνια νοσήματα όπως λοιμώξεις, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια,κίρρωση ήπατος, ενδοκρινικά νοσήματα,  λεμφώματα, λευχαιμίες, καρκινώματα που επιφέρουν βλάβες στον μυελό των οστών κ.λ.π.                    
ε) Ιδιοπαθείς παθήσεις του μυελού των οστών όπως απλασίες, μυελοδυσπλασίες κ.λ.π.
στ) Διαταραχές σύνθεσης του DNA από φάρμακα


Στην δεύτερη περίπτωση η μείωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί να οφείλεται σε:                             
α) Απώλεια αίματος οξεία ή χρόνια                              
β) Ενδογενή ή εξωγενή αίτια προκαλούντα αιμόλυση          
γ) Μορφολογικές και λειτουργικές  διαταραχές των αιμοσφαιρίων που έχει  σαν αποτέλεσμα την αυξημένη καταστροφή τους στον μυελό ή την περιφέρεια (σπλήνας, αγγεία κ.λ.π.) 

Οι πιο συχνοί τύποι αναιμίας που συναντώνται στην καθημερινή πράξη είναι αυτοί που οφείλονται σε έλλειψη σιδήρου, είτε λόγω μειωμένης διατροφικής πρόσληψης ή μειωμένης απορρόφησης (π.χ. λόγω αχλωρρίας), είτε λόγω χρόνιας απώλειας αίματος (π.χ. έμμηνος ρύση, τραύματα, πεπτικό έλκος, αιμορροΐδες, πολύποδες, αγγειοδυσπλασίες). Συχνό είδος αναιμίας είναι αυτή της εγκυμοσύνης που μπορεί να μην είναι αληθής αναιμία, αλλά να οφείλεται στην αιμαραίωση λόγω της φυσικής υδραιμίας της κύησης, ή να είναι αληθής και να οφείλεται σε σιδηροπενία στο 95% των περιπτώσεων και σπανιότερα σε έλλειψη φυλλικού οξέος η αναπλήρωση του οποίου είναι βασικής σημασίας στην εγκυμοσύνη καθ’ ότι η έλλειψή του εκτός από αναιμία στην έγκυο μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές διαταραχές στην ανάπτυξη του κυήματος και στην έκβαση της εγκυμοσύνης. Επίσης, αρκετά συχνά συναντάται η έλλειψη  βιταμίνης Β12 ή σπανιότερα και φυλλικού οξέος σε άτομα με μη ισορροπημένη διατροφή, κυρίως, όμως, σε ηλικιωμένους, λόγω διατροφικής ένδειας ή λόγω ατελούς απορρόφησης από το γαστρεντερικό, εξ’ αιτίας παθολογικών καταστάσεων, λήψης φαρμάκων ή  αλκοολισμού και αυτό μακροχρονίως μπορεί να οδηγήσει σε αναιμία και νευροπάθεια. Τέλος, λιγότερο συχνή, αλλά όχι σπάνια, είναι η αναιμία που συνοδεύει χρόνιες νόσους ή νεοπλασίες.

Συμπτώματα

Αναλόγως με την περίπτωση και τον τύπο της αναιμίας η υπάρχουσα διαταραχή στην ποσότητα και την ποιότητα της αιμοσφαιρίνης του αίματος που είναι ο βασικός μεταφορέας οξυγόνου στους ιστούς, έχει σαν αποτέλεσμα την ανεπαρκή οξυγόνωση των ιστών και την εκδήλωση των συμπτωμάτων της αναιμίας. Τα συμπτώματα αυτά είναι πιο αισθητά ή πιο έντονα όσο πιο γρήγορα εξελίσσεται η αναιμική διαταραχή και όσο πιο σοβαρού βαθμού είναι η αναιμία.Σε χρόνιες αναιμίες που αναπτύσσονται αργά, οι αντιρροπιστικοί μηχανισμοί του οργανισμού έχουν το χρόνο να αναπτυχθούν και έτσι υπάρχει καλύτερη ανοχή του οργανισμού στην διαταραχή. Όταν όμως η αιμοσφαιρίνη μειώνεται σημαντικά ακόμα και σε χρόνια αναιμία, τότε τα συμπτώματα γίνονται έντονα και η κατάσταση λιγότερο ανεκτή. 

Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα συμπτώματα της αναιμικής διαταραχής είναι η ωχρότητα του δέρματος και των επιπεφυκότων χωρίς όμως αυτό πάντα να υποδηλώνει την ύπαρξη αναιμίας. Συνήθως συνοδεύεται και από μια σειρά άλλων συμπτωμάτων κοινών για όλες τις αναιμίες όπως:
  • Εύκολη κόπωση, αδυναμία
  • Ζάλη  ή και  κεφαλαλγία
  • Εμβοές
  • Δύσπνοια
  • Ταχυκαρδία
  • Ευερεθιστότητα
  • Ελαττωμένη ικανότητα συγκέντρωσης
  • Λιποθυμική τάση
  • Αϋπνία
  • Ελαττωμένη libido
ενώ μπορεί να υπάρχουν και άλλα  πιο ειδικά συμπτώματα και σημεία, ανάλογα με το είδος και την σοβαρότητα τής αναιμικής διαταραχής, όπως:
  1. Γλωσσίτιδα
  2. Γωνιακή χειλίτιδα
  3. Νύχια ή τρίχες που σπάνε εύκολα
  4. Ανορεξία και γαστρεντερικές διαταραχές
  5. Αλλοτριοφαγία ή παγοφαγία
  6. Νευρολογικές διαταραχές
  7. Κοιλιακά και οστικά άλγη
  8. Εξελκώσεις κάτω άκρων
  9. Ίκτερος
  10. Υπέρχρωση ούρων και κοπράνων
  11. Αιμοσφαιριναιμία (ούρα σαν κονιάκ)
  12. Πυρετική κίνηση
  13. Ήπια υπέρταση
  14. Καρδιακά φυσήματα
  15. Μελάγχρωση δέρματος
  16. Σπληνομεγαλία
  17. Διαταραχές ανάπτυξης
  18. Πριαπισμός
Τα άτομα με σοβαρού βαθμού αναιμία και ανάλογα με την αιτία της μπορεί να παρουσιάσουν επιπλοκές από την καρδιά, πνευμονική υπέρταση, νεφρική ανεπάρκεια, σοβαρές νευρολογικές διαταραχές, βλάβες σε ενδοκρινείς αδένες, διαταραχές στο σκελετό, λιθιάσεις, ηπατική ίνωση, επιρρέπεια σε λοιμώξεις και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί οι διαταραχές αυτές να καταλήξουν και στον θάνατο. 

Διάγνωση
Η διάγνωση της αναιμίας και του αιτίου της βασίζεται τόσο στα συμπτώματα και τα κλινικά ευρήματα, όσο και σε μια σειρά κλινικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο ασθενής όπως:
Γενικός και ειδικός αιματολογικός έλεγχος
Εξέταση ούρων
Ακτινολογικές εξετάσεις
Ενδοσκοπικός έλεγχος
Εξέταση του μυελού των οστών (όταν κριθεί απαραίτητο)
Ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης και γονιδιακός έλεγχος  
Ειδικές εξετάσεις για αναζήτηση των δευτεροπαθών αιτιών
Βιοψία λεμφαδένων, ήπατος
Σπινθηρογραφήματα

Θεραπεία | Αντιμετώπιση
Επειδή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα είδη της αναιμίας είναι πολλά, ο κάθε τύπος της  αναιμίας αντιμετωπίζεται ανάλογα με το αίτιο του οποίου είναι αποτέλεσμα και του βαθμού σοβαρότητος της. Όταν οφείλεται σε χρόνια απώλεια αίματος, έλλειψη σιδήρου ή βιταμινών Β12 και Β9, η θεραπεία περιλαμβάνει αναπλήρωση των στοιχείων αυτών και παράλληλη αντιμετώπιση της αιτίας  που προκαλεί την έλλειψη τους όπως η μειωμένη διατροφική τους λήψη, η  διαταραχή απορρόφησης τους ή η εστία χρόνιας απώλειας τους ( γαστρεντερικό, ουροποιητικό, αιμορροΐδες κ.λ.π.). Όταν η αναιμία είναι  σοβαρού βαθμού και η αιμοσφαιρίνη είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ανάλογα και με τον τύπο και το αίτιο της διαταραχής, είναι συχνά αναγκαίο να γίνει μετάγγιση μίας ή περισσοτέρων μονάδων αίματος, ταυτόχρονα με την αντιμετώπιση της αιτίας που την προκάλεσε (π.χ. μεγάλη οξεία ή χρόνια απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό, έλλειψη των Β12 και Β9 σε σοβαρή μεγαλοβλαστική αναιμία κ.λ.π.). Συχνές μεταγγίσεις αίματος μπορεί να χρειάζονται σε κάποια είδη κληρονομικών αναιμιών όπως η θαλασσαιμίες, των οποίων είναι και η βασική θεραπευτική προσέγγιση, ή σε χρόνιες αναιμίες που είναι ιδιοπαθής ή που τα αίτια τους δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επαρκώς. Σε περιπτώσεις που η αναιμία είναι αποτέλεσμα χορήγησης φαρμάκων ή άλλων εκλυτικών παραγόντων γίνεται απομάκρυνση από τα φάρμακα ή τους παράγοντες αυτούς ενώ σε αναιμίες που παρουσιάζονται με λιγότερο ή περισσότερο έντονες κρίσεις ή επιπλοκές, η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει  χορήγηση κορτικοστεροειδών, αναλγητικών,  αντιβιοτικών, βελτιωτικών της κυκλοφορίας, ενυδάτωση, αφαιμαξομεταγγίσεις, χορήγηση οξυγόνου ή και ερυθροποιητίνης ενώ σημαντικό ρόλο παίζει πάντα η ανάπαυση και η ψυχολογική υποστήριξη του/της ασθενούς. Γίνεται, επίσης, αντιμετώπιση των επιπλοκών που προέρχονται από πολλαπλές μεταγγίσεις, όπως η αιμοσιδήρωση, και αυτές που αναπτύσσονται λόγω χρόνιας ισχαιμίας των διαφόρων οργάνων, όπως της καρδιάς, του ήπατος, των νεφρών και του εγκεφάλου. Τέλος, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί να γίνει και σπληνεκτομή, όταν οι συντηρητικές θεραπείες δεν είναι αποτελεσματικές. 

Πρόληψη | Προφύλαξη
Στην πρόληψη αναιμίας που οφείλεται σε σιδηροπενία, ιδιαίτερα στις γυναίκες που μπορεί να συμβαίνει εξ’αιτίας μεγάλης απώλειας αίματος κατά την εμμηνορρυσία αλλά και λόγω του ότι οι γυναίκες έχουν μικρότερες αποθήκες σιδήρου, σημαντικό ρόλο παίζει η ισορροπημένη διατροφή και η κατανάλωση τροφών που περιέχουν υψηλή ποσότητα απορροφήσιμου σιδήρου όπως: κόκκινο κρέας, συκώτι, αυγά, όσπρια, σπανάκι, μπρόκολο, σε συνδυασμό με λήψη βιταμίνης C που μπορεί να γίνει μέσω της κατανάλωσης φρούτων όπως τα πορτοκάλια, οι φράουλες, τα ακτινίδια, ή λαχανικών όπως οι κόκκινες πιπεριές το μπρόκολο ή τα μαρούλια. Ο συνδυασμός αυτός έχει σαν αποτέλεσμα την καλύτερη απορρόφηση του σιδήρου. Ο καλύτερα απορροφήσιμος σίδηρος είναι κυρίως ο ζωικής προέλευσης. Αντίθετα, η κατάχρηση αντιόξινων φαρμάκων μειώνουν την απορρόφηση του, όπως επίσης και τα γαλακτομικά προϊόντα, ο καφές, το τσάι, η σοκολάτα, οι φυτικές ίνες ή τα αναψυκτικά όταν λαμβάνονται μαζί με σιδηρούχες τροφές, κυρίως φυτικές, ή με σκευάσματα σιδήρου. Εκτός από τη διατροφή είναι σημαντικό να γίνεται με προσοχή η χρήση ασπιρίνης και άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων από όλους, αλλά πολύ περισσότερο από  άτομα με ιστορικό έλκους, γαστρίτιδας ή απώλειας αίματος από το γαστρεντερικό ή αλλού π.χ. ουροποιητικό, για τα οποία άτομα η χορήγηση των παραπάνω φαρμάκων ή  η συγχορήγηση τους με κορτικοστεροειδή ή αντιπηκτικά πρέπει να αποφεύγεται. 

Για την  πρόληψη αναιμίας που οφείλεται σε διατροφική έλλειψη βιταμινών Β12 καί Β9, η διατροφή πρέπει να περιλαμβάνει, για την βιταμίνη Β12,  ζωικά προϊόντα όπως το κόκκινο κρέας, το ψάρι, τα πουλερικά, το γάλα και τα αυγά, ενώ το φυλλικό οξύ βρίσκεται στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα ξερά φασόλια, τα εσπεριδοειδή, την μαγιά μπύρας και τα εμπλουτισμένα δημητριακά. Επίσης, πρέπει να γίνεται με προσοχή η λήψη φαρμάκων που ανταγωνίζονται ή εμποδίζουν την απορρόφηση της Β12 και να αποφεύγεται η κατάχρηση αλκοόλ σε κάθε περίπτωση. 

Στην περίπτωση της εγκυμοσύνης, επειδή οι έγκυες εξ ορισμού θεωρείται ότι έχουν έλλειμμα στις σιδηραποθήκες (βάσει του Π.Ο.Υ. το 90% των γυναικών κατά την έναρξη της κύησης είναι σε λανθάνουσα σιδηροπενία) και επειδή από το καθημερινό τους διαιτολόγιο ο σίδηρος που προσλαμβάνεται δεν είναι επαρκής, είναι δόκιμο έως απαραίτητο να χορηγείται συμπληρωματικός σίδηρος. Αυτή η προφυλακτική αγωγή προλαμβάνει τη μείωση των σιδηραποθηκών και την αναιμία που μπορεί να παρουσιαστεί κατά την διάρκεια της κύησης ή που μπορεί να προέλθει από αιμορραγία κατά τον τοκετό. Το ίδιο ισχύει και για το φυλλικό οξύ, η συμπληρωματική χορήγηση του οποίου είναι απαραίτητη από τα πρώτα στάδια της κύησης έτσι ώστε να προληφθεί η έλλειψή του που αν δεν προϋπάρχει, πιθανώς να παρουσιαστεί κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης λόγω αυξημένων αναγκών του κυήματος και της εγκύου. 

Όσον αφορά τις αναιμίες που οφείλονται σε αιμόλυση λόγω έλλειψης ενζύμων (π.χ. έλλειψη G6PD)  ή λόγω άλλων εξωγενών παραγόντων, φαρμάκων ή διαφόρων ουσιών πρέπει ο/η ασθενής να γνωρίζει και να αποφεύγει τους παράγοντες αυτούς ή τα αντίστοιχα φάρμακα και ουσίες.  

Τέλος, όσον αφορά αναιμίες κληρονομικού τύπου θα πρέπει να γίνεται γονιδιακή διερεύνηση στα μέλη των οικογενειών των ασθενών ή των ετεροζυγοτών φορέων και ενημέρωση για την αντιμετώπιση της διαταραχής, όταν εκφράζεται ή για τους κινδύνους που έχει  μια μελλοντική τεκνοποίηση μεταξύ ετεροζυγοτών.    

Η κατάλληλη ειδικότητα
Οι γιατροί που είναι ειδικοί για την διάγνωση και θεραπεία της αναιμίας είναι ο παθολόγος και ο αιματολόγος.    


  • Διάδωσέ αυτό το άρθρο: